- δημιούργημα
- τοτο αποτέλεσμα του να δημιουργεί κανείς, να κατασκευάζει κάτι: Όλοι οι ζωγραφικοί πίνακες του σπιτιού είναι δημιουργήματά του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δημιούργημα — a work of art neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημιούργημα — το (AM δημιούργημα) [δημιουργώ] έργο εμπνευσμένου δημιουργού, καλλιτέχνημα νεοελλ. 1. αποτέλεσμα δημιουργικών δυνάμεων και επιδράσεων («δημιούργημα πολλών κόπων και προσπαθειών») 2. φρ. α) «δημιουργήματα τής φαντασίας σου» ανυπόστατες,… … Dictionary of Greek
δημιουργημάτων — δημιούργημα a work of art neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημιουργήμασι — δημιούργημα a work of art neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημιουργήμασιν — δημιούργημα a work of art neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημιουργήματα — δημιούργημα a work of art neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημιουργήματι — δημιούργημα a work of art neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δημιουργήματος — δημιούργημα a work of art neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
αισθητική — I (Φιλοσ.). Φιλοσοφικός κλάδος που ασχολείται με την τέχνη, επιδιώκοντας να προσδιορίσει την ουσία, τον χαρακτήρα και τις σχέσεις της με τις άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες. Ο ορισμός της φιλοσοφίας της τέχνης ως α. είναι δημιούργημα των νεότερων … Dictionary of Greek